- μετανοητής
- ο кающийся (о католических монахах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετανοητής — ο 1. αυτός που μετανοεί 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Μετανοητές (στη Δυτική Εκκλησία) α) οι ιερείς που καθόριζαν τον χρόνο και τον τόπο μετάνοιας σε αυτούς που αμάρταναν βαριά β) (σήμερα) μοναχοί που ανήκουν σε τάγμα το οποίο έχει κύριο μέλημά … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek